- παρεφθαρμένως
- Αεπίρρ. εφθαρμένα, κατεστραμμένα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παρεφθαρμένος τού παραφθείρω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρεφθαρμένως — corruptly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)